ενόργανος — η, ο 1. αυτός που διαθέτει όργανα ή οργανισμό για τη συντήρησή του, που ανήκει στο φυτικό ή το ζωικό βασίλειο (σε αντίθεση με τον ανόργανο) 2. φρ. α) «ενόργανη μουσική» που εκτελείται με μουσικά όργανα χωρίς ανθρώπινες φωνές β) «ενόργανη… … Dictionary of Greek
πολυφωνία — Συνήχηση και συνδυασμός σε μια ηχητική ενότητα δύο ή περισσότερων μελωδικών γραμμών (φωνών ή μερών), που διατηρούν τουλάχιστο τη μελωδική, συχνά και τη ρυθμική τους ανεξαρτησία, και διέπονται από τους κανόνες της αντίστιξης, όπως αυτοί… … Dictionary of Greek
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek
οργανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οργανισμό, σε όργανο ή σε οργάνωση: Οργανική πάθηση, θέση. 2. αυτός που έχει όργανα, αλλ. ενόργανος: Οργανικά όντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)